σαΐτεμα

σαΐτεμα
το, -ατος
1. ρίψη βέλους.
2. τραυματισμός με βέλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαΐτεμα — και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] το ρίξιμο τής σαΐτας, εκτόξευση βέλους …   Dictionary of Greek

  • σαγίτεμα — και σαγίττεμα, το, Ν βλ. σαΐτεμα …   Dictionary of Greek

  • τόξευση — η / τόξευσις, εύσεως, ΝΑ [τοξεύω] 1. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο 2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπημα («τόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”